- βολαῖς
- βολήthrowfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CONJECTUS Florum et Coronarum — in bene meritos olim frequens. Quâ faustitate exceptum fuisse Titum ob liberatam Senatus decretô Graeciam, memorant Polybius, Ecl. Leg. et Appianus Alex. Παρεκ. πει τρεσβ. Apud eundem Appianum, non coronas tantum, sed et taenias, in Titum… … Hofmann J. Lexicon universale
επιτοξεύω — ἐπιτοξεύω (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου («Ἔρως ἐπαίδευσε τήν ἐρωμένην ἐπιτοξεύειν ταῑς τῶν ὀμμάτων βολαῖς», Αρισταίν.) … Dictionary of Greek
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek
νιφόκτυπος — νιφόκτυπος, ον (Α) αυτός που βάλλεται από χιόνι («σὲ τὸν βολαῑς νιφοκτύποις δυσχείμερον ναίονθ ἕδραν, θηρονόμε Πάν», Καστοριών στον Αθηναίο). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + κτύπος] … Dictionary of Greek
πυρίφλογος — και πυρόφλογος, ον, Α αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῑς πυριφλόγοις», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. ά φλογος, πολύ φλογος] … Dictionary of Greek
ИОАНН ПРЕДТЕЧА — [Иоанн Креститель; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος], крестивший Иисуса Христа, последний ветхозаветный пророк, открывший избранному народу Иисуса Христа как Мессию Спасителя (пам. 24 июня Рождество Иоанна Предтечи, 29 авг. Усекновение главы Иоанна… … Православная энциклопедия